ἐκσαρκίζομαι

ἐκσαρκίζομαι
V 0-0-1-0-0=1 Ez 24,4
P: to have the flesh stripped off; neol.
Cf. HAUSPIE 2001b, forthcoming

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκσαρκίζομαι — ἐκσαρκίζομαι (Α) απογυμνώνομαι από τις σάρκες («ἐκσεσαρκισμένος τῶν ὀστῶν», Ιεζεκ.) …   Dictionary of Greek

  • εκσαρκώ — ἐκσαρκῶ ( όω) (Α) 1. κάνω κάτι να σχηματίσει σάρκα, να σαρκώσει, να πιάσει κρέας 2. μέσ. (για ελιές) χοντραίνω 3. (αμτβ.) είμαι εύσαρκος, σαρκώδης 4. βγάζω τη σάρκα (βλ. και εκσαρκίζομαι) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”